- σύζυγος
- ο, η / σύζυγος, -ον, ΝΜΑ1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρανεοελλ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοιτο ανδρόγυνοαρχ.1. ως επίθ. α) ο συζευγμένος, ενωμένος στον ίδιο ζυγό με κάποιον άλλο και, κυρίως, ο ενωμένος με τα δεσμά τού γάμου, παντρεμένος, νυμφευμένοςβ) (για ψάρια) αυτός που κολυμπά κατά ζεύγη2. το αρσ. ως ουσ. α) σύντροφος, εταίροςβ) αδελφόςγ) ανταγωνιστής μονομάχου, αντίπαλοςδ) (για πράγμ.) σχετικόςε) κοινός («σύζυγος πᾱσι πατρίς», Ανθ. Παλ.).επίρρ...συζύγως Αμαζί ή από κοινού με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ομό-ζυγος, υπό-ζυγος].
Dictionary of Greek. 2013.